- ράταν
- το, Νβοτ. μαλαισιανή ονομασία που καθιερώθηκε ως διεθνής τών αναρριχητικών φοινίκων οι οποίοι αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο τών τροπικών δασών τής Άπω Ανατολής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rattan < μαλαισιακό rotan].
Dictionary of Greek. 2013.